- ἐλευθεριάζω
- ἐλευθεριάζωspeakpres subj act 1st sgἐλευθεριάζωspeakpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελευθεριάζω — (AM ἐλευθεριάζω) νεοελλ. 1. μιλώ, ενεργώ ή συμπεριφέρομαι κατά τρόπο εντελώς ελεύθερο, παραβλέποντας ή περιφρονώντας ορισμένους κανόνες και συμβάσεις 2. συμπεριφέρομαι αντίθετα προς τα χρηστά ήθη μσν. απαλλάσσω κάποιον από κάτι αρχ. 1. μιλώ ή… … Dictionary of Greek
ελευθεριάζω — ελευθερίασα, αμτβ. 1. μιλώ ή ενεργώ υπερβολικά ελεύθερα, ξεπερνώ τα όρια. 2. ζω όχι σύμφωνα με τα χρηστά ήθη, ζω ακόλαστη ζωή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐλευθεριαζόντων — ἐλευθεριάζω speak pres part act masc/neut gen pl ἐλευθεριάζω speak pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθεριάζει — ἐλευθεριάζω speak pres ind mp 2nd sg ἐλευθεριάζω speak pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθεριάζομεν — ἐλευθεριάζω speak pres ind act 1st pl ἐλευθεριάζω speak imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθεριάζον — ἐλευθεριάζω speak pres part act masc voc sg ἐλευθεριάζω speak pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθεριάζοντα — ἐλευθεριάζω speak pres part act neut nom/voc/acc pl ἐλευθεριάζω speak pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθεριάζοντι — ἐλευθεριάζω speak pres part act masc/neut dat sg ἐλευθεριάζω speak pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθεριάζουσι — ἐλευθεριάζω speak pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐλευθεριάζω speak pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλευθεριάζουσιν — ἐλευθεριάζω speak pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐλευθεριάζω speak pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)